- σκοπελίτικος
- -η, -ο, Ν [Σκοπελίτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκόπελο ή που προέρχεται από το παραπάνω νησί («σκοπελίτικο κρασί»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοπελίτικος — η, ο αυτός που προέρχεται από τη Σκόπελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)